Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
γειόθεν
γειομόρος
γεῖσα
γειτνίᾱσις
γειτνιάω
γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
Γελέων
γελοιάω
View word page
γέλαισα
γέλαισα
Aeol.fem.ptcpl.
see
γελάω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γέλαισα
Headword (normalized):
γέλαισα
Headword (normalized/stripped):
γελαισα
IDX:
17620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17621
Key:
γέλαισα
Data
{'headword_display': '<b>γέλαισα</b>', 'content': '<XE><RefFm>γέλαισα<LblR>Aeol.fem.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γελάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γέλαισα'}