Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεηρός
γείνατο
γειόθεν
γειομόρος
γεῖσα
γειτνίᾱσις
γειτνιάω
γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
View word page
γειτονίᾱ
γειτονίᾱᾱςf state of being a neighbourneighbourshipPl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γειτονίᾱ
Headword (normalized):
γειτονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γειτονια
IDX:
17618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17619
Key:
γειτονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γειτονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γειτονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of being a neighbour</Def><Tr>neighbourship</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γειτονίᾱ'}