Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γέεννα
γεηρός
γείνατο
γειόθεν
γειομόρος
γεῖσα
γειτνίᾱσις
γειτνιάω
γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
View word page
γειτόνημα
γειτόνημαατοςn neighbouring placeref. to the seaAlcm. Pl.

ShortDef

neighbourhood: a neighbouring place

Debugging

Headword:
γειτόνημα
Headword (normalized):
γειτόνημα
Headword (normalized/stripped):
γειτονημα
IDX:
17617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17618
Key:
γειτόνημα

Data

{'headword_display': '<b>γειτόνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γειτόνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>neighbouring place<Expl>ref. to the sea</Expl></Tr><Au>Alcm. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γειτόνημα'}