Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροειδής
γαστρός
γαστρώδης
γάστρων
γᾱτομέω
γᾱτόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίᾱμα
γαυριάω
γαυρόομαι
γαῦρος
γαυρότης
γαύρωμα
γε
γεγάᾱσι
View word page
γαυλικός
γαυλικόςή όνadjγαῦλοςof cargoesof merchant-shipsX.

ShortDef

of or for a merchant vessel

Debugging

Headword:
γαυλικός
Headword (normalized):
γαυλικός
Headword (normalized/stripped):
γαυλικος
IDX:
17587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17588
Key:
γαυλικός

Data

{'headword_display': '<b>γαυλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γαυλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γαῦλος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of cargoes</Indic><Tr>of merchant-ships</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γαυλικός'}