Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαστήρ
γάστρη
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροειδής
γαστρός
γαστρώδης
γάστρων
γᾱτομέω
γᾱτόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίᾱμα
γαυριάω
γαυρόομαι
γαῦρος
View word page
γαστρώδης
γαστρώδηςεςadj of well-fed menpot-belliedAr.

ShortDef

pot-bellied

Debugging

Headword:
γαστρώδης
Headword (normalized):
γαστρώδης
Headword (normalized/stripped):
γαστρωδης
IDX:
17583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17584
Key:
γαστρώδης

Data

{'headword_display': '<b>γαστρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γαστρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of well-fed men</Indic><Tr>pot-bellied</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γαστρώδης'}