Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γᾱ́ρῡμα
Γᾱρυόνᾱς
γᾶρυς
γαστήρ
γάστρη
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροειδής
γαστρός
γαστρώδης
γάστρων
γᾱτομέω
γᾱτόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυρίᾱμα
View word page
γάστρις
γάστριςιδοςm gluttonAr.

ShortDef

a glutton

Debugging

Headword:
γάστρις
Headword (normalized):
γάστρις
Headword (normalized/stripped):
γαστρις
IDX:
17580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17581
Key:
γάστρις

Data

{'headword_display': '<b>γάστρις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γάστρις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>glutton</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γάστρις'}