Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γάρ
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γᾱ́ρῡμα
Γᾱρυόνᾱς
γᾶρυς
γαστήρ
γάστρη
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροειδής
γαστρός
γαστρώδης
γάστρων
γᾱτομέω
View word page
γαστρίδιον
γαστρίδιονουndimin.γαστήρ belly, stomachAr.

ShortDef

dim. of γαστήρ, belly, paunch

Debugging

Headword:
γαστρίδιον
Headword (normalized):
γαστρίδιον
Headword (normalized/stripped):
γαστριδιον
IDX:
17575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17576
Key:
γαστρίδιον

Data

{'headword_display': '<b>γαστρίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γαστρίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>γαστήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>belly, stomach</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γαστρίδιον'}