Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γανυμήδης
γᾱ́πεδον
γᾱπετής
γᾱπονέω
γᾱπόνος
γᾱ́ποτος
γάρ
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γᾱ́ρῡμα
Γᾱρυόνᾱς
γᾶρυς
γαστήρ
γάστρη
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
γαστρίμαργος
View word page
γάργαλος
γάργαλοςουmtickle, tingleof pleasureAr.

ShortDef

tickling, irritation, itch

Debugging

Headword:
γάργαλος
Headword (normalized):
γάργαλος
Headword (normalized/stripped):
γαργαλος
IDX:
17569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17570
Key:
γάργαλος

Data

{'headword_display': '<b>γάργαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γάργαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>tickle, tingle<Expl>of pleasure</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γάργαλος'}