Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γάνυμαι
Γανυμήδης
γᾱ́πεδον
γᾱπετής
γᾱπονέω
γᾱπόνος
γᾱ́ποτος
γάρ
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γᾱ́ρῡμα
Γᾱρυόνᾱς
γᾶρυς
γαστήρ
γάστρη
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστρίη
γαστριμαργίᾱ
View word page
γαργαλισμός
γαργαλισμόςοῦm tickling, tinglingas a bodily sensationPl.

ShortDef

tickling

Debugging

Headword:
γαργαλισμός
Headword (normalized):
γαργαλισμός
Headword (normalized/stripped):
γαργαλισμος
IDX:
17568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17569
Key:
γαργαλισμός

Data

{'headword_display': '<b>γαργαλισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γαργαλισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>tickling, tingling<Expl>as a bodily sensation</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γαργαλισμός'}