Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμιος
γαμίσκομαι
γάμμα
γᾱμόρος
γάμος
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψῶνυξ
γανάω
γανόομαι
γάνος
γάνυμαι
Γανυμήδης
γᾱ́πεδον
γᾱπετής
γᾱπονέω
γᾱπόνος
View word page
γαμψός
γαμψόςή όνadjreltd.κάμπτωγνάμπτω of birds, app.ref. to their talonshooked, crookedAr.

ShortDef

curved

Debugging

Headword:
γαμψός
Headword (normalized):
γαμψός
Headword (normalized/stripped):
γαμψος
IDX:
17553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17554
Key:
γαμψός

Data

{'headword_display': '<b>γαμψός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γαμψός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>κάμπτω</Ref><Ref>γνάμπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of birds, app.ref. to their talons</Indic><Tr>hooked, crooked</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γαμψός'}