Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαμετή
γαμέτης
γαμέω
γαμήλευμα
γαμηλίᾱ
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμιος
γαμίσκομαι
γάμμα
γᾱμόρος
γάμος
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψῶνυξ
γανάω
γανόομαι
γάνος
γάνυμαι
View word page
γαμίσκομαι
γαμίσκομαιpass.vb of womenbe given in marriageArist.of men or womenNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαμίσκομαι
Headword (normalized):
γαμίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
γαμισκομαι
IDX:
17548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17549
Key:
γαμίσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>γαμίσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γαμίσκομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of women</Indic><Tr>be given in marriage</Tr><Au>Arist.</Au><vS2><Indic>of men or women</Indic><Au>NT.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'γαμίσκομαι'}