Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαλῆ
γαλήνη
γαληνός
Γάλλαι
γάλοως
γᾶμα
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέω
γαμήλευμα
γαμηλίᾱ
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμιος
γαμίσκομαι
γάμμα
γᾱμόρος
γάμος
View word page
γαμήλευμα
γαμήλευμαατοςn marriageA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαμήλευμα
Headword (normalized):
γαμήλευμα
Headword (normalized/stripped):
γαμηλευμα
IDX:
17541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17542
Key:
γαμήλευμα

Data

{'headword_display': '<b>γαμήλευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γαμήλευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>marriage</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γαμήλευμα'}