Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γαλάτεια
γαλεάγρᾱ
γαλέη
γαλεός
γαλεώτης
γαλῆ
γαλήνη
γαληνός
Γάλλαι
γάλοως
γᾶμα
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέω
γαμήλευμα
γαμηλίᾱ
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
View word page
γᾶμα
γᾶμαdial.aor.seeγαμέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γᾶμα
Headword (normalized):
γᾶμα
Headword (normalized/stripped):
γαμα
IDX:
17536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17537
Key:
γᾶμα

Data

{'headword_display': '<b>γᾶμα</b>', 'content': '<XE><RefFm>γᾶμα<LblR>dial.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γαμέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γᾶμα'}