Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γάλα
γαλαθηνός
γαλακτοπότης
γαλᾱ́νᾱ
Γαλάξια
Γαλάται
Γαλάτεια
γαλεάγρᾱ
γαλέη
γαλεός
γαλεώτης
γαλῆ
γαλήνη
γαληνός
Γάλλαι
γάλοως
γᾶμα
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέω
View word page
γαλεώτης
γαλεώτηςουmreltd.γαλῆ a kind of lizardgeckoAr.

ShortDef

a lizard; sword-fish; weasel

Debugging

Headword:
γαλεώτης
Headword (normalized):
γαλεώτης
Headword (normalized/stripped):
γαλεωτης
IDX:
17530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17531
Key:
γαλεώτης

Data

{'headword_display': '<b>γαλεώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γαλεώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>γαλῆ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of lizard</Def><Tr>gecko</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γαλεώτης'}