Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαῖσος
γαίω
γάλα
γαλαθηνός
γαλακτοπότης
γαλᾱ́νᾱ
Γαλάξια
Γαλάται
Γαλάτεια
γαλεάγρᾱ
γαλέη
γαλεός
γαλεώτης
γαλῆ
γαλήνη
γαληνός
Γάλλαι
γάλοως
γᾶμα
γαμβρός
γαμετή
View word page
γαλέη
γαλέηdial.fseeγαλῆ

ShortDef

a weasel, marten-cat

Debugging

Headword:
γαλέη
Headword (normalized):
γαλέη
Headword (normalized/stripped):
γαλεη
IDX:
17528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17529
Key:
γαλέη

Data

{'headword_display': '<b>γαλέη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γαλέη</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>γαλῆ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γαλέη'}