Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γαῖα
γαιᾱ́οχος
γαιηγενής
Γαιήιος
γαιονόμοι
γᾱ́ιος
γαῖσος
γαίω
γάλα
γαλαθηνός
γαλακτοπότης
γαλᾱ́νᾱ
Γαλάξια
Γαλάται
Γαλάτεια
γαλεάγρᾱ
γαλέη
γαλεός
γαλεώτης
γαλῆ
γαλήνη
View word page
γαλακτο-πότης
γαλακτο-πότηςου
dial.γαλακτοπότᾱς
m
ref. to an individual or a people, as living off their livestockmilk-drinkerHdt. E.

ShortDef

a milk-drinker

Debugging

Headword:
γαλακτοπότης
Headword (normalized):
γαλακτοπότης
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοποτης
IDX:
17522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17523
Key:
γαλακτοπότης

Data

{'headword_display': '<b>γαλακτο-πότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γαλακτο-πότης</HL><Infl>ου</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>γαλακτοπότᾱς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to an individual or a people, as living off their livestock</Indic><Tr>milk-drinker</Tr><Au>Hdt. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γαλακτοπότης'}