Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γάγγαμον
γᾱγενής
Γᾱ́δειρα
γᾱ́ζα
γᾱζοφυλάκιον
γᾱζοφύλαξ
γᾶθεν
γᾱθέω
γαῖα
γαιᾱ́οχος
γαιηγενής
Γαιήιος
γαιονόμοι
γᾱ́ιος
γαῖσος
γαίω
γάλα
γαλαθηνός
γαλακτοπότης
γαλᾱ́νᾱ
Γαλάξια
View word page
γαιη-γενής
γαιη-γενήςέςIon.adjγένοςγίγνομαι of the Sown Menearth-bornAR.

ShortDef

earth-born (γηγενής)

Debugging

Headword:
γαιηγενής
Headword (normalized):
γαιηγενής
Headword (normalized/stripped):
γαιηγενης
IDX:
17514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17515
Key:
γαιηγενής

Data

{'headword_display': '<b>γαιη-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γαιη-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Sown Men</Indic><Tr>earth-born</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γαιηγενής'}