Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾔτην
ἠτί
ᾐτιᾱ́θην
ἥτις
ἤτοι
ἦτον
ἦτορ
ἤτριον
ἦτρον
ἧττα
ἠυγένειος
ἠυθέμεθλος
ἠύκερως
ἠύκομος
ἠύπυργος
ηὑρέθην
ἠύς
ἠύτε
Ἡφαιστόπονος
Ἥφαιστος
Ἡφαιστότευκτος
View word page
ἠυγένειος
ἠυγένειοςἠυγενήςἠύδενδροςep.adjsseeεὐγένειοςεὐγενήςεὔδενδρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠυγένειος
Headword (normalized):
ἠυγένειος
Headword (normalized/stripped):
ηυγενειος
IDX:
17462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17463
Key:
ἠυγένειος

Data

{'headword_display': '<b>ἠυγένειος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠυγένειος</HL><VL><FmHL>ἠυγενής</FmHL></VL><VL><FmHL>ἠύδενδρος</FmHL></VL><PS>ep.adjs</PS></HG><XR>see<Ref>εὐγένειος</Ref><Ref>εὐγενής</Ref><Ref>εὔδενδρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠυγένειος'}