Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἧστο
ἧστο
ᾔστωσα
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαίτερος
ἡσυχῇ
ἡσυχίᾱ
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἥσω
ἦτα
ἦτε
ἥτε
ᾖτε
ἡτέρᾱ
ᾔτην
ἠτί
ᾐτιᾱ́θην
View word page
ἡσυχιότης
ἡσυχιότηςητοςfcalmness, impassivityLys. Pl.

ShortDef

quiet, quiet disposition

Debugging

Headword:
ἡσυχιότης
Headword (normalized):
ἡσυχιότης
Headword (normalized/stripped):
ησυχιοτης
IDX:
17444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17445
Key:
ἡσυχιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἡσυχιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡσυχιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>calmness, impassivity</Tr><Au>Lys. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡσυχιότης'}