Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἡσσάομαι
ἥσσων
ἧσται
ἦστε
ᾖστε
ἧστο
ἧστο
ᾔστωσα
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαίτερος
ἡσυχῇ
ἡσυχίᾱ
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἥσυχος
ἥσω
ἦτα
ἦτε
ἥτε
View word page
ἡσυχαίτερος
ἡσυχαίτερος
compar.adj.
ἡσυχαίτατος
superl.adj.
see
ἥσυχος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡσυχαίτερος
Headword (normalized):
ἡσυχαίτερος
Headword (normalized/stripped):
ησυχαιτερος
IDX:
17439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17440
Key:
ἡσυχαίτερος
Data
{'headword_display': '<b>ἡσυχαίτερος</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>ἡσυχαίτερος</FmHL><LblR>compar.adj.</LblR></RefVL><RefVL><FmHL>ἡσυχαίτατος</FmHL><LblR>superl.adj.</LblR></RefVL><XR>see<Ref>ἥσυχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἡσυχαίτερος'}