Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐλίσκος
αὐλῑτής
αὐλοποιική
αὐλοποιός
αὐλός
αὐλῳδίᾱ
αὐλών
αὐλῶπις
αὐξάνω
αὔξη
αὔξημα
Αὐξησίη
αὔξησις
αὐξητικός
αὔξιμος
αὔξω
αὑονή
αὖος
ἀυπνίᾱ
ἄυπνος
αὔρᾱ
View word page
αὔξημα
αὔξημαατοςngrowthof a childE.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὔξημα
Headword (normalized):
αὔξημα
Headword (normalized/stripped):
αυξημα
IDX:
1739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1740
Key:
αὔξημα

Data

{'headword_display': '<b>αὔξημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὔξημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>growth<Expl>of a child</Expl></Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'αὔξημα'}