Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠρησάμην
ᾑρήσομαι
ἤρθην
ἦρι
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
Ἠριδανός
ἠρικέναι
ἤρικον
ἠρινός
ἠρίον
ἤριπον
ἤρισα
ἦρκα
ἠρμένος
ἠρνήθην
ἥροα
Ἡρόδοτος
ἠρόθην
ἡρόιος
View word page
ἠρινός
ἠρινόςadjἤρινοςAeol.adjseeἐαρινός

ShortDef

of or in spring

Debugging

Headword:
ἠρινός
Headword (normalized):
ἠρινός
Headword (normalized/stripped):
ηρινος
IDX:
17368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17369
Key:
ἠρινός

Data

{'headword_display': '<b>ἠρινός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠρινός</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>ἤρινος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἐαρινός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠρινός'}