Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐλητικός
αὐλητρίς
αὐλίζομαι
αὐλικός
αὔλιον
αὔλιος
αὖλις
Αὖλις
αὐλίσκος
αὐλῑτής
αὐλοποιική
αὐλοποιός
αὐλός
αὐλῳδίᾱ
αὐλών
αὐλῶπις
αὐξάνω
αὔξη
αὔξημα
Αὐξησίη
αὔξησις
View word page
αὐλοποιική
αὐλοποιικήῆςfαὐλοποιός craft of the aulos-maker Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλοποιική
Headword (normalized):
αὐλοποιική
Headword (normalized/stripped):
αυλοποιικη
IDX:
1731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1732
Key:
αὐλοποιική

Data

{'headword_display': '<b>αὐλοποιική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὐλοποιική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>αὐλοποιός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>craft of the aulos-maker </Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αὐλοποιική'}