Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπιόφρων
ἦπου
ἠπύτης
ἠπύω
ἦρ
Ἥρᾱ
ἤρᾱ
ἦρα
View word page
ἠπίαλος
ἠπίαλοςουm feverish shivers, feverThgn.w. play on ἐφιάλτης nightmare demonAr.

ShortDef

a fever with shivering, ague

Debugging

Headword:
ἠπίαλος
Headword (normalized):
ἠπίαλος
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλος
IDX:
17313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17314
Key:
ἠπίαλος

Data

{'headword_display': '<b>ἠπίαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἠπίαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>feverish shivers, fever</Tr><Au>Thgn.</Au><nS2><Indic>w. play on <Gr>ἐφιάλτης</Gr> <ital>nightmare demon</ital></Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἠπίαλος'}