Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἤπειρος
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπιόφρων
ἦπου
ἠπύτης
ἠπύω
ἦρ
Ἥρᾱ
ἤρᾱ
View word page
ἠπιαλέω
ἠπιαλέωcontr.vbἠπίαλος shiver from feverAr.

ShortDef

to have a fever

Debugging

Headword:
ἠπιαλέω
Headword (normalized):
ἠπιαλέω
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλεω
IDX:
17312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17313
Key:
ἠπιαλέω

Data

{'headword_display': '<b>ἠπιαλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἠπιαλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἠπίαλος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>shiver from fever</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἠπιαλέω'}