Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠπειρογενής
ἠπειρόομαι
ἤπειρος
Ἤπειρος
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπιόφρων
ἦπου
ἠπύτης
ἠπύω
View word page
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύςῆοςep.m beguilerdeceiverref. to OdysseusOd.appos.w. ὄνειρος dreamAR.

ShortDef

a cheat, deceiver, cozener

Debugging

Headword:
ἠπεροπεύς
Headword (normalized):
ἠπεροπεύς
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευς
IDX:
17309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17310
Key:
ἠπεροπεύς

Data

{'headword_display': '<b>ἠπεροπεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἠπεροπεύς</HL><Infl>ῆος</Infl><PS>ep.m</PS></HG> <nS1><Tr>beguiler<or/>deceiver<Expl>ref. to Odysseus</Expl></Tr><Au>Od.</Au><nS2><Indic>appos.w. <Ref>ὄνειρος</Ref> <ital>dream</ital></Indic><Au>AR.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἠπεροπεύς'}