Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἤπαφον
ἠπεδανός
ἠπείλησα
ἠπειρογενής
ἠπειρόομαι
ἤπειρος
Ἤπειρος
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπιόφρων
View word page
ἥπερ
ἥπερ
fem.relatv.pron.
see
ὅσπερ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἥπερ
Headword (normalized):
ἥπερ
Headword (normalized/stripped):
ηπερ
IDX:
17306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17307
Key:
ἥπερ
Data
{'headword_display': '<b>ἥπερ</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἥπερ<LblR>fem.relatv.pron.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὅσπερ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἥπερ'}