Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠοῖ
ἠοῖος
ᾔομεν
ἧος
ἠοῦς
ἧπαρ
ἤπαφον
ἠπεδανός
ἠπείλησα
ἠπειρογενής
ἠπειρόομαι
ἤπειρος
Ἤπειρος
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
View word page
ἠπειρόομαι
ἠπειρόομαιpass.contr.vb of islandsbecome joined to the mainlandTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠπειρόομαι
Headword (normalized):
ἠπειρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ηπειροομαι
IDX:
17300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17301
Key:
ἠπειρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἠπειρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἠπειρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of islands</Indic><Tr>become joined to the mainland</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἠπειρόομαι'}