Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠξιώθην
ἥξω
ἠοῖ
ἠοῖος
ᾔομεν
ἧος
ἠοῦς
ἧπαρ
ἤπαφον
ἠπεδανός
ἠπείλησα
ἠπειρογενής
ἠπειρόομαι
ἤπειρος
Ἤπειρος
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπειρῶτις
ἥπερ
ἤπερ
ᾗπερ
View word page
ἠπείλησα
ἠπείλησαaor.seeἀπειλέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠπείλησα
Headword (normalized):
ἠπείλησα
Headword (normalized/stripped):
ηπειλησα
IDX:
17298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17299
Key:
ἠπείλησα

Data

{'headword_display': '<b>ἠπείλησα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἠπείλησα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀπειλέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠπείλησα'}