Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾔνησα
ἦνθον
ἡνία
ἠνῑ́ᾱ
ἡνίαι
ἠνῑ́ᾱσα
ἠνίδε
ἡνίκα
ᾐνιξάμην
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχείᾱ
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἠνῑ́παπον
ἦνις
View word page
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστροφέωcontr.vbἡνιοστρόφος drivea team of horsesE.intr.A.

ShortDef

to guide by reins

Debugging

Headword:
ἡνιοστροφέω
Headword (normalized):
ἡνιοστροφέω
Headword (normalized/stripped):
ηνιοστροφεω
IDX:
17260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17261
Key:
ἡνιοστροφέω

Data

{'headword_display': '<b>ἡνιοστροφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἡνιοστροφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἡνιοστρόφος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>drive</Tr><Obj>a team of horses<Au>E.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Au>A.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἡνιοστροφέω'}