Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτῡ́βιον
ἡμίφλεκτος
ἡμίφωνος
View word page
ἡμίσεια
ἡμίσειαfem.adj.seeἥμισυς

ShortDef

half (sc. μοῖρα)

Debugging

Headword:
ἡμίσεια
Headword (normalized):
ἡμίσεια
Headword (normalized/stripped):
ημισεια
IDX:
17207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17208
Key:
ἡμίσεια

Data

{'headword_display': '<b>ἡμίσεια</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἡμίσεια<LblR>fem.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἥμισυς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἡμίσεια'}