Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτῡ́βιον
ἡμίφλεκτος
View word page
ἡμι-πόνηρος
ἡμι-πόνηροςονadjπονηρός of a personhalf-wickedArist.

ShortDef

half-evil

Debugging

Headword:
ἡμιπόνηρος
Headword (normalized):
ἡμιπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
ημιπονηρος
IDX:
17206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17207
Key:
ἡμιπόνηρος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-πόνηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμι-πόνηρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πονηρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>half-wicked</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιπόνηρος'}