Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
View word page
ἡμι-πλίνθιον
ἡμι-πλίνθιονουnπλινθίον half-brickingotof goldHdt.

ShortDef

a half-plinth, a brick

Debugging

Headword:
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized):
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλινθιον
IDX:
17204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17205
Key:
ἡμιπλίνθιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-πλίνθιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-πλίνθιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πλινθίον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>half-brick</Def><nS2><Tr>ingot<Expl>of gold</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιπλίνθιον'}