Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
View word page
ἡμι-πλήξ
ἡμι-πλήξῆγοςmasc.fem.adjπλήσσω of a treehalf cut through, half-felledAR.

ShortDef

half-felled

Debugging

Headword:
ἡμιπλήξ
Headword (normalized):
ἡμιπλήξ
Headword (normalized/stripped):
ημιπληξ
IDX:
17203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17204
Key:
ἡμιπλήξ

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-πλήξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμι-πλήξ</HL><Infl>ῆγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tree</Indic><Tr>half cut through, half-felled</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιπλήξ'}