Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεστος
View word page
ἡμί-πλεθρον
ἡμί-πλεθρονουnπλέθρον half a plethronas a distanceHdt. X.

ShortDef

a half-

Debugging

Headword:
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized):
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλεθρον
IDX:
17202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17203
Key:
ἡμίπλεθρον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμί-πλεθρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμί-πλεθρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half a plethron<Expl>as a distance</Expl></Tr><Au>Hdt. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμίπλεθρον'}