Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
ἥμισυς
View word page
ἡμι-πέλεκκον
ἡμι-πέλεκκονουnπέλεκυς half-axesingle-bladed axeIl.

ShortDef

a half-axe

Debugging

Headword:
ἡμιπέλεκκον
Headword (normalized):
ἡμιπέλεκκον
Headword (normalized/stripped):
ημιπελεκκον
IDX:
17200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17201
Key:
ἡμιπέλεκκον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-πέλεκκον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-πέλεκκον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πέλεκυς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>half-axe</Def><Tr>single-bladed axe</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιπέλεκκον'}