Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
ἡμιστάδιον
View word page
ἡμι-παγής
ἡμι-παγήςέςadjπήγνῡμι of snow, soda, saltsemi-solidPl.

ShortDef

half-congealed, half-hardened

Debugging

Headword:
ἡμιπαγής
Headword (normalized):
ἡμιπαγής
Headword (normalized/stripped):
ημιπαγης
IDX:
17199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17200
Key:
ἡμιπαγής

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-παγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμι-παγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of snow, soda, salt</Indic><Tr>semi-solid</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιπαγής'}