Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
ἡμίσεια
ἡμίσιος
View word page
ἡμί-οπος
ἡμί-οποςονadjὀπή of an auloswith half the number of holeshalf-sizeAnacr.

ShortDef

with half its holes

Debugging

Headword:
ἡμίοπος
Headword (normalized):
ἡμίοπος
Headword (normalized/stripped):
ημιοπος
IDX:
17198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17199
Key:
ἡμίοπος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμί-οπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμί-οπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀπή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an aulos</Indic><Def>with half the number of holes</Def><Tr>half-size</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμίοπος'}