Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
ἡμιπόνηρος
View word page
ἡμιονικός
ἡμιονικόςή όνadj of pairsof mulesX.

ShortDef

of a mule

Debugging

Headword:
ἡμιονικός
Headword (normalized):
ἡμιονικός
Headword (normalized/stripped):
ημιονικος
IDX:
17196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17197
Key:
ἡμιονικός

Data

{'headword_display': '<b>ἡμιονικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμιονικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of pairs</Indic><Tr>of mules</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιονικός'}