Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλήξ
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπόδιον
View word page
ἡμιόνειος
ἡμιόνειος
Ion.ἡμιόνεος
η ονadjἡμίονος
of cartsdrawn by mulesHom. Hdt.of a yokefor mulesIl.

ShortDef

of, belonging to a mule

Debugging

Headword:
ἡμιόνειος
Headword (normalized):
ἡμιόνειος
Headword (normalized/stripped):
ημιονειος
IDX:
17195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17196
Key:
ἡμιόνειος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμιόνειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμιόνειος</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ἡμιόνεος</FmHL></DL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἡμίονος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of carts</Indic><Tr>drawn by mules</Tr><Au>Hom. Hdt.</Au><aS2><Indic>of a yoke</Indic><Tr>for mules</Tr><Au>Il.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιόνειος'}