Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
View word page
ἡμι-μέδιμνον
ἡμι-μέδιμνονουnμέδιμνος half a medimnosof flour, grainD. Plu.

ShortDef

a half-

Debugging

Headword:
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized):
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized/stripped):
ημιμεδιμνον
IDX:
17191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17192
Key:
ἡμιμέδιμνον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-μέδιμνον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-μέδιμνον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μέδιμνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half a medimnos<Expl>of flour, grain</Expl></Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιμέδιμνον'}