Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπος
ἡμιπαγής
ἡμιπέλεκκον
View word page
ἡμι-μανής
ἡμι-μανήςέςadjμαίνομαι of a manhalf-crazyAeschin.

ShortDef

half-mad

Debugging

Headword:
ἡμιμανής
Headword (normalized):
ἡμιμανής
Headword (normalized/stripped):
ημιμανης
IDX:
17190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17191
Key:
ἡμιμανής

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-μανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμι-μανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>half-crazy</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμιμανής'}