Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
ἡμίλῑτρον
ἡμιμανής
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
View word page
ἡμι-κοτύλιον
ἡμι-κοτύλιονουnκοτύλη half-cup measureof oilArist.

ShortDef

half a κοτύλη

Debugging

Headword:
ἡμικοτύλιον
Headword (normalized):
ἡμικοτύλιον
Headword (normalized/stripped):
ημικοτυλιον
IDX:
17186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17187
Key:
ἡμικοτύλιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-κοτύλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-κοτύλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κοτύλη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half-cup measure<Expl>of oil</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμικοτύλιον'}