Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
ἡμίκραιρα
ἡμικύκλιον
View word page
ἡμί-εργος
ἡμί-εργοςονadjἔργον of fortificationshalf-built, incompleteHdt. Th.

ShortDef

half-completed

Debugging

Headword:
ἡμίεργος
Headword (normalized):
ἡμίεργος
Headword (normalized/stripped):
ημιεργος
IDX:
17178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17179
Key:
ἡμίεργος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμί-εργος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμί-εργος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fortifications</Indic><Tr>half-built, incomplete</Tr><Au>Hdt. Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμίεργος'}