Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
ἡμικοτύλιον
View word page
ἡμι-έκτεων
ἡμι-έκτεωνεωnἑκτεύς half a sixth-part measurefor grain, as a fraction of a medimnosAr.

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιέκτεων
Headword (normalized):
ἡμιέκτεων
Headword (normalized/stripped):
ημιεκτεων
IDX:
17176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17177
Key:
ἡμιέκτεων

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-έκτεων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-έκτεων</HL><Infl>εω</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἑκτεύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half a sixth-part measure<Expl>for grain, as a fraction of a medimnos</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιέκτεων'}