Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμιασσᾱ́ριον
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
ἡμικλήριον
View word page
ἡμί-δουλος
ἡμί-δουλοςονadjδοῦλος of childrenwith one slave parenthalf-slaveE.

ShortDef

a half-slave

Debugging

Headword:
ἡμίδουλος
Headword (normalized):
ἡμίδουλος
Headword (normalized/stripped):
ημιδουλος
IDX:
17175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17176
Key:
ἡμίδουλος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμί-δουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμί-δουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of children</Indic><Def>with one slave parent</Def><Tr>half-slave</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμίδουλος'}