Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠμί
ἡμιασσᾱ́ριον
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικάκως
View word page
ἡμι-διπλοίδιον
ἡμι-διπλοίδιονουnreltd.διπλοῦς little half-fold dressapp. an undergarment, worn folded doubleAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιδιπλοίδιον
Headword (normalized):
ἡμιδιπλοίδιον
Headword (normalized/stripped):
ημιδιπλοιδιον
IDX:
17174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17175
Key:
ἡμιδιπλοίδιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-διπλοίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-διπλοίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd.<Ref>διπλοῦς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little half-fold dress<Expl>app. an undergarment, worn folded double</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιδιπλοίδιον'}