Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἤμην
ἤμησα
ἠμί
ἡμιασσᾱ́ριον
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
ἡμιθνής
View word page
ἡμι-δᾱρεικόν
ἡμι-δᾱρεικόνοῦnδᾱρεικός half a darica coin or sum of money in Persian currencyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιδᾱρεικόν
Headword (normalized):
ἡμιδᾱρεικόν
Headword (normalized/stripped):
ημιδαρεικον
IDX:
17172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17173
Key:
ἡμιδᾱρεικόν

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-δᾱρεικόν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμι-δᾱρεικόν</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δᾱρεικός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half a daric<Expl>a coin or sum of money in Persian currency</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμιδᾱρεικόν'}