Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἥμην
ἤμην
ἤμησα
ἠμί
ἡμιασσᾱ́ριον
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
ἡμιδεής
ἡμιδιπλοίδιον
ἡμίδουλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμίεργος
ἡμιθανής
ἡμιθέη
ἡμίθεος
View word page
ἡμι-δακτύλιον
ἡμι-δακτύλιονουnδάκτυλος half a finger's breadthas a measurePlb.

ShortDef

half-finger's breadth

Debugging

Headword:
ἡμιδακτύλιον
Headword (normalized):
ἡμιδακτύλιον
Headword (normalized/stripped):
ημιδακτυλιον
IDX:
17171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17172
Key:
ἡμιδακτύλιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμι-δακτύλιον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἡμι-δακτύλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δάκτυλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>half a finger's breadth<Expl>as a measure</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἡμιδακτύλιον'}