Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
ἡμέων
ἥμην
ἤμην
ἤμησα
ἠμί
ἡμιασσᾱ́ριον
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμιγενής
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδᾱρεικόν
View word page
ἤμην
ἤμηνimpf.mid.seeεἰμί

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤμην
Headword (normalized):
ἤμην
Headword (normalized/stripped):
ημην
IDX:
17162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17163
Key:
ἤμην

Data

{'headword_display': '<b>ἤμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἤμην<LblR>impf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>εἰμί</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἤμην'}